Το τέλος του παραμυθιού , άρχισε στη μέση**

Η μικρή κοκκινοσκουφίτσα πήρε το καλαθάκι της και πήγε να βρει τη γιαγιά της που έμενε στο άγριο δάσος. Στο δρόμο συνάντησε την κακιά μάγισσα που της έδωσε το δηλητηριασμένο μήλο , με αποτέλεσμα με μια και μόνο δαγκωματιά να βρεθεί με περιέργο τρόπο ψηλά στον πύργο που κατοικούσε η κάκιστη μητριά. Εκείνη όμως που κατά βάθος ήταν πολύ πανούργα, έριξε τα μακρυά ξανθά μαλλιά της , έγιναν σκάλα και έτσι ο κοντορεβυθούλης κατόρθωσε να ανέβει σε ένα από τα άστρα που μετρούσε ο μικρός Πρίγκηπας. Τα τρία γουρουνάκια ανησύχησαν που ο κακός λύκος έπαιζε τάβλι με ένα από τα τρία κατσικάκια και ξέχασε να έλθει να τα φάει , κάλεσαν με το σήμα του κατεπείγοντος τον παπουτσωμένο γάτο , που είχε μπλέξει στη μαζική δολοφονία της οικογένειας σταχτομπούτων.

Πάνω στη σύγχιση όλοι ανακάλυψαν πως είχε λάβει χώρα ο αποσυντονισμός των ηλεκτρομαγνητικώνν κυμάτων του χωροχρόνου. Κανείς δεν ήξερε αν ζει τώρα ή θα ζήσει μετά. Αν ήταν γέρος ή μωρό. Κανείς δεν ήξερε αν πατούσε σε γη ή κολυμπούσε. Αν είχε δέρμα ή λέπια.. Αν ήταν ήρωας παραμυθιού ή γραφική φιγούρα της πόλης. Μια πόλη που πονούσε, γιατι δεν είχε ούτε αρχή , ούτε τέλος. Μια πόλη-πλανήτης που δεν είχε ποτάμια και βουνά , μα μόνο σύνορα και τάφους.

Το μολυβένιο στρατιωτάκι αρρώστησε βαριά. Μα ήταν απίστευτα χαρούμενο που γνώρισε την Αλίκη σε αυτή τη χώρα των θαυμάτων. Δεν μπήκε στον κόπο να τη χαιρετήσει , ούτε να της γράψει το αντίο σε ένα γράμμα. Την έλεγε θαύμα και χαρά της ζωής, λουλούδι και άρωμα του νου του. Και αυτό ήταν το νόμισμα , που θα πλήρωνε το βαρκάρη. Η περιουσία του. Η κληρονομιά της.


** Στο Μάνο

0 σχόλια

Make A Comment

top