40 Γεμάτα.Γαμάτα.




Μιας και φέτο συμπληρώνονται 40 χρόνια από τη γέννηση του εκκρεμούς ,και μάλιστα την Κυριακή του Ασώτου, είπα να καταγράψω 40 διαπιστώσεις μιας καταπληκτικής άσωτης ζωής , και ένα κύκνειο ποστ για το λατρεμένο μου μπλόγκ.Είναι τέσσερις δεκαετίες από πράγματα που έμαθα, που έκανα, που δεν έκανα,που θέλω να κάνω. Μια to do list αναενώσιμη και ανανεώσιμη, με αυτόματο πότισμα και αυτόματο άνθισμα. Όλα στον αυτόματο πλέον; Είδωμεν...
1.     Οι τρείς σημαντικοί άντρες της ζωής μου ήταν και οι μέντορές μου. Δεν ξέρω ακόμα αν ενδόμυχα ερωτευόμουν τον φωτεινό παντογνώστη.
2.     Τα σίγουρα οι άντρες ερωτεύονται το μυαλό σου, αλλά αυτό πρέπει να βρίσκεται σε ένα καλοχτενισμένο κεφάλι, και να στέκεται σε μεγάλα βυζιά και στητά οπίσθια.
3.   Ποτέ δεν θα είναι πασέ το να σε φροντίσει ένας άντρας. Να σου βάλει κρασί, να σου ανοίξει την πόρτα, να σου φορέσει το παλτό,να σου φορέσει κέρατο.
4.   Δεν έχω αγαπημένα πράγματα.Ταινίες ,μουσικές, βιβλία. Νομίζω πως μοιάζω με τη Τζούλια στη νύφη το’σκασε που δεν ήξερε πως της αρέσουν τ’αυγά.
5.     Τα εποχιακά αγαπημένα μου πράγματα ,τα χαρίζω. Ένα φουλάρι, ένα μενταγιόν, ένα βιβλίο. Ας το αγαπήσει και κανείς άλλος. Εγώ το χόρτασα.
6.  Αγάπη. Την αγάπη τη φαντάζομαι σαν ένα μωρό. Χωρίς δόντια , ίσως τα δύο κάτω μπροστινά. Χωρίς μαλλιά. Ίσως λίγο χνούδι. Απαλό δέρμα και κόκκινα μάγουλα.
7.     Για μερικά μωρά θα είσαι πάντα η θείτσα που τους τσιμπάει τα μάγουλα.Και τότε θα σε μισήσουν μέχρι να πεθάνεις.
8.      Για κάποια άλλα μωρά θα είσαι η κυρία με τις σοκολάτες και τα ζαχαρωτά και τότε θα σε λατρεύουν μέχρι να πεθάνεις.
9.      Εγώ είμαι η θείτσα.
10.  Τον έρωτα μόνο σαν το απόλυτο μπορώ να τον αντικρύσω.Γι αυτό και θα γεράσω μόνη μου σε μια κουνιστή πολυθρόνα στην Αμοργό χαϊδεύοντας μια γάτα.
11.  Πολλοί κατά καιρούς μου τα έχωναν που παντρεύτηκα μικρή και δεν έκανα τα κατά εκείνους απαραίτητα για να ωριμάσω. Δίκιο είχαν,με μερικά ακόμα ξενύχτια και ακόλαστες νύχτες στη Μύκονο,με μερικούς γκόμενους ακόμα θα είχα γλιτώσει τα ξεσκατίσματα των παιδιών μου απ’τα 24 μέχρι τα 31.
12.  Καμαρώνω ωστόσο που ο γιός μου είναι πιο ψηλός από μένα και η κόρη μου πιο όμορφη. Καμαρώνω που με περιμένουν με χαμόγελα και μπινελίκια κάθε βράδυ. Και που όταν θυμώσω δεν μου κρατάνε μούτρα.
13.  Είμαι πολύ μικρή για να μιλήσω γι αυτά τελικά.Από την άλλη,για εκείνα θα είμαι πάντα μεγάλη. Τα μεγέθη είναι σχετικά και οι μονάδες μέτρησης πειραγμένες.
14.  Όσοι ξέρουν την ιστορία μου ,με λένε ηρωίδα και θαρραλέα και δυνατή. Και εγώ θυμώνω. Θέλω να είμαι Αλίκη στο ναυτικό και όχι υπολοχαγός Νατάσα.
15.  Ο Σκαφιδάς μου είπε πάνω σε τσίπουρο ότι αν ήθελα θα ήμουν, άρα δε θέλω στ’αλήθεια. Ο Σκαφιδάς έχει δίκιο.
16.  Έμαθα να ζητάω ότι λιμπιστώ. Μπορεί να μην έχω άλλη ευκαιρία.
17.  Με τρομάζει η ασθένεια και το ύψος. Με τρομάζουν και οι άνθρωποι που σιωπούν και ειδικά αυτοί που είναι ψηλότερα ή ψηλότεροι.
18.  Απ’την άλλη , θέλω να βρεθεί ένας που να με καταλάβει χωρίς να πω πολλά. Έχω καιρό να φοβηθώ.
19.  Κάνω πολλή φασαρία γιατί θέλω να προσέξεις πόσο γαμάτη είμαι. Στο μεγάλο βιβλίο της γυναικείας τακτικής , έχει ένα τεράστιο κόκκινο χι. Είναι όμως κατάλοιπο από τα συντηρητικά παιδικά χρόνια μου.
20.  Θυμήθηκα τώρα που ήμουν παιδί. Σε μία αυταρχική οικογένεια,μόνο κλέφτης στιγμών μπορείς να γίνεις. Δεν είμαι σίγουρη αν έφτιαξα τις δικές μου. 

Λείπουν άλλα 20. Έχουμε και λέμε:

1. Δεν κατάφερα να εκδικηθώ κανέναν. Πάντα έκοβα συγχωροχάρτια με χαρτόσημο πρωτοκολλημένα στην εφορία του παραδείσου. Δεν δοκίμασα καν..Φοβούμενη πως δεν θα μπορώ να κοιμάμαι τα βράδυα και να ονειρεύομαι τις μέρες. Αυτό μου έδωσε 5 χρόνια ασυλία στην θλίψη.
6.   Είπα πολλές φορές το σ’αγαπώ και δεν θυμάμαι να το έχω πει μια φορά στον εαυτό
     μου.Αυτό πάλι μου έδωσε μια 7ετία γρουσουζιάς.
14. Χωμένη εδώ και 17 χρόνια σε μαθηματικά προβλήματα , έμαθα πως όλα γυρίζουν , όλα
     ίπτανται, όλα είναι συναφή – πεπλεγμένες συναρτήσεις που κανείς δεν γνωρίζει τι ιστό
     πλέκουν.. Και όσο πιο απόλυτο είναι αυτό το ‘όλα’ , τόσο πιο απαθή με βρίσκει το αύριο.Οι
     λύσεις έρχονται Dieudonné . Καλώς να ορίσουν.
Και αν το άθροισμα βγαίνει κάτι παραπάνω από 50 , δεν έχει σημασία. Μεσήλικας είσαι όταν αρχίζεις να απολαμβάνεις την ιερότητα της τελευταίας σταγόνας καφέ, όταν δακρύζεις το βράδυ που σκεπάζεις τα παιδιά σου, όταν σου φέρνει κουβέρτα και τον καφέ στον καναπέ, όταν κοιτάς ψηλά ,σηκώνεις την καμπούρα σου με όλα τα ελαττώματά της και πορεύεσαι. Όπου...
   
Κάτι τελευταίο. Αυτό. Για μένα 

  

Porta Rossa


Βρήκα τρόπο να τσακωθούμε. Αλήθεια, πώς; Εγώ θα σ’αγαπάω για πάντα και εσύ θα κατεβάζεις τις άνω τελείες. Πώς μπορείς να αγαπάς κάποιον που δεν έχεις δει ποτέ; Είσαι μπούφος. Στο ‘Συμπόσιο’ το λέει καθαρά. Τράβα διάβασε. Σε μένα το λες; Εγώ και τυφλός θα συνεχίσω να διαβάζω. Ναι, αλλά τα διαβάζεις κανονικά, από την αρχή στο τέλος. Τα βιβλία τα διαβάζουμε από την ανάποδη. Όπως τους ανθρώπους. Το τέλος κρίνει την αρχή ή το ελάττωμα την ύπαρξη; Είσαι λάθος. Και πάψε να προσπαθείς να κατεβάσεις το φράχτη που έχω χτίσει τόσα χρόνια γύρω μου. Πόσα χρόνια , για να’χουμε καλό ρώτημα; Από τότε που έσταξε μια πρέζα αμαρτία στη μπύρα μου. Ήτανε στον αφρό η μπύρα , για κολυμπούσες μίλια για τη στεριά; Ήτανε τρικυμία και έρημος. Εκεί που έφτανα στο καρνάγιο , ένα πεπερασμένο απειροσύνολο του πόθου και του πανικού μου έβγαζε το μάτι. Να αλλάξεις ματιά. Να βάλεις τη μπλε που δεν τελειώνει. Όλα τελειώνουν. Ξέρω κάτι που δεν τελειώνει. Τι είναι αυτό μαντμαζέλ; Μη μας πεις το σύμπαν και μας ξενερώσεις. Τσου. Όποιος λέει πως το σύμπαν είναι άπειρο , του έχει διαφύγει πως ο ίδιος έχει αρχή και τέλος. Πώς θα μπορούσαν τ’αστέρια να...; Φιλοσοφίες.. Μπα.. Λυγμοί και κραυγές. Του πόνου; Όχι. Του όρκου. Ορκίστηκα να σ’αγαπάω για πάντα και εσύ θα κατεβάζεις ένα κομματάκι φράχτη κάθε που.. Κάθε που; Όποτε γρατζουνάω με τα νύχια μου τις πέτρες. Δεν μ’αρέσουν οι γάτες. Προτιμώ τους χαμαιλέοντες που δεν μιλάνε. Δεν κάνουν θόρυβο οι νυχιές μου. Κάνει θόρυβο η σιωπή σου. Κρότου – λάμψης προσευχές είναι, θα με μάθεις. Δεν μ’αρέσουν ούτε οι προσευχές. Βρωμάνε χαλασμένο λιβάνι Θεού που πέθανε. Άστους Θεούς να φτιάχνουν την ανατολή που μου ‘ταξες και φτιάξε μου ένα τσιγάρο. Δεν κάνει. Κάνει. Θα σαλιώσω το χαρτάκι και η καρδιά θα μείνει υγρή. Να, ούτε το νερό δεν είναι αστείρευτο. Και αν υγράνεις την καρδιά , θέλει και λάδι. Κοκκινόλαδο ,απ’το καλό. Τι είναι αυτό; Είναι διασταύρωση λάβας και οργής. Και τι θες τώρα; Να εκτονώσεις τα χρωστούμενα στο πετσί μου; Εκ του μηδενός ήν ο λόγος , είπα. Και εκεί θα μείνει. Μηδενίζω πάει να πει απειρίζω δυό φορές. Γιατί μπορώ. Τελείωσες; Όχι, έχω και άλλα. Κάνε πιο κει. Πιάνεις χωροχρόνο. Αδύνατον. Ορκίστηκα να σ’αγαπάω και εσύ θα βάφεις την πόρτα. Είσαι τρελή. Βλέπεις πόρτες εκεί που έχει ταβάνι. Είναι ταβάνι με θέα. Σαν κάτι γυάλινες οροφές που σκίζονται από τις ηλιοστάλες. Είναι σπασμένο. Σαν το πάτωμα. Εκεί έχει ξύλο. Η φωτιά που είναι; Στα χέρια μου. Το μέταλλο, ο αέρας; Μέταλλο στις πληγές , αέρας στο περβάζι. Ωραία. Μάζεψες τέσσερα στοιχεία σε ένα μόριο. Τι κατάλαβες; Σσσσστ.. Μη μιλάς. Η δύναμη άπειρης αγάπης σε μηδενικό χρόνο.Που; Εδώ. Εκεί που φοράς το αστέρι και βλέπεις πάντα και για πάντα πως δεν διαλέγεις εσύ το δρόμο , ο δρόμος σε διαλέγει. Και όχι επειδή είσαι άβουλος. Αλλά επειδή είσαι αμέτρητος. Βρήκα τρόπο να τσακωθούμε ξανά. Αλήθεια, πώς; Να, εγώ θα σ’αγαπάω για πάντα και εσύ θα μ’αφήσεις να ταίσω τ’αστέρι σου.

1.1.11



Αυτές τις δυαδικού τύπου ημερομηνίες τις φοβάμαι και ας με πεις προληπτικιά. Πιο πολύ φοβάμαι μη σκάσει μύτη αυτός ο γραφικός και εκνευριστικός –πια κυριούλης και με ειρωνία μου πει: -τυχαίο; - δε νομίζω. Έκανα πάραυτα τη μετατροπή σε δεκαδικό και τα βγάζω δεκαπέντε. Μπορεί και έξι , αν δε με βολεύει το δεκαπέντε. Έκανα και την αντιστοίχιση με την αλφάβητο. Άκρη δεν βρήκα και τα παράτησα. Άκουσα και την Άση. Τώρα που θα’ρθει ο Ποσειδώνας στα ψάρια , θα είμαστε –λέει- σε πλήρη συμφωνία με τον κυβερνήτη μας. Οι αυταπάτες μας θα τρέφουν δικαιωματικά μόνο εμάς και όχι τους νεροχύτες γείτονες που ταλαιπωρήθηκαν τόσα χρόνια εν μέσω ορατού και αοράτου. Μπερδεύτηκα και πάλι. Ξεσκόνισα τη γυάλα μου. Έριξα μέσα και άλλη άμμο , άπλωσα την ασημένια ουρά μου και ξάπλωσα φαρδιά πλατιά περιμένοντας τον κυβερνήτη μου να ταράξει τα νερά. Κουράστηκα κομματάκι να του κλέβω την τρίαινα. Μπλέκεται το μαλλί με την περικεφαλαία , η τρίαινα με την κουκουβάγια , η σοφία με το ροζ , το τακούνι με το βατραχοπέδιλο, ο μανδύας με τα ψαρίσια πόδια. Μήπως πρέπει να ανησυχήσω που ανησυχώ; Μήπως θα ήταν πρέπον να κάτσω στα αυγά μου , να βάψω τα νύχια μου , να πετάξω και τέσσερα τατουάζ της θλίψης , να πετάξω και όσο μυαλό μου χάρισε ο πατέρας Δίας, και να κακαρίζω τα μελλούμενα; Μήπως θα ήταν πρέπον να λιώσω την ασπίδα , να παραιτηθώ από κάθε μάχη ,κάθε χαμένο έρωτα , κάθε φιλί του πόθου , κάθε αρχή της νιότης; Μήπως θα ήταν σωστό πια να μισήσω , να κλείσω τις πόρτες , να αράξω στο πεζοδρόμιο , να ρίξω τους κάβους , να λιώσω τα θέλω;

Δεκαπέντε. Όμικρον. Όπως , Ότι σε πόνεσε μπορεί να σε πονέσει ξανά. Όπως, Όρμα και όπου σε βγάλει. Όπως, Ότι θες...μπορείς. Ότι αγγίζεις ,είναι εδώ. Όλα ή τίποτα.Όπως, Όμοιος Ομοίω αεί πελάζει...

Μήπως θα ήταν πρέπον να ρίξω και άλλο τσίπουρο στη γυάλα μου; Και μπλουζ ντελούξ μου μ’αρέσει. Να γλύφω τα δάχτυλα μου , μέχρι να γίνει ο γλυκάνισος γκουρμέ δείπνο αθανασίας. Να τιγκάρω τα αυτιά μου μπάσσο , μέχρι ο ήλιος να λούσει τις πρωτοχρονιές μου. Να ξυπνήσω όπως γελούν οι εραστές. Σούρουπο δυαδικό σε δεκαδικό πανηγύρι. Να μου φιλήσεις το χέρι όπως το άλλο χαϊδεύει το πρόσωπο. Το δύο μου κρατάς. Φύλαξέ το. Έστω και άφιλτρο. Στο χορό των φράκταλ δεν έχει σημασία ποιός χάνει τα βήματα. Αρκεί η μυρωδιά της μνήμης. Που αγαπάει. Απλά , απόλυτα, αληθινά.

Απουσίες.


Μέρες τώρα με παιδεύουν οι απουσίες καλών φίλων. Φίλων διαδικτυακών που χρόνια τώρα τους «έμαθα» από τις γραφές τους. Μου λείπει ο Κύριος. Ο Spy. Η Σοφία.Ο Κωστής. Η Γλαύκη.Φίλων πραγματικών , που η καχυποψία , ο εγωισμός και η ατελείωτη περιστροφή γύρω από τον άξονά τους ,δεν τους αφήνει να δουν πέρα από τη μύτη τους. Μου λείπει η παρέα των φοιτητικών μου χρόνων. Μου λείπει η Φωτεινή και η Γεωργία. Πώς διάολο γίναμε έτσι; Μου λείπει η Σοφία. Που παίζαμε «τα μήλα».Και η Δήμητρα. Και η Ντέμη. Που πήγαν εκείνα τα ατέλειωτα βράδυα καψούρας ,που δεν κοίταζες στραβά την άλλη μήπως σου φάει το γκόμενο; Που γυρνούσαμε ξυπόλητες μετά από τρελό χορό και σταματούσαμε για μια βουτιά στη θάλασσα; Που στέγνωνε το στόμα από το ποτό και καλοπιάναμε με χαμόγελα , τον κύριο με τους λουκουμάδες για πιο πολύ σιρόπι σοκολάτα..Μου λείπει το απομεσήμερο στο ουζερί ,που γινόταν απόβραδο. Η μπιρίμπα και τα μπιριμπάκια. Το νευρικό γέλιο της Έλενας όταν έκλεβε. Το σηκωμένο φρύδι της Ήλιας όταν την έπαιρνε χαμπάρι. Μου λείπει η κοριτσίστικη αφέλεια , που καταπίνει τη γυναικεία ματαιοδοξία. Η παρορμητική δράση. Το χέρι που απλώνεται χωρίς το άλλο να περιμένει στη γωνία. Το ειλικρινές χαμόγελο. Το απόλυτο βλέμμα. Το σιωπηλό άγγιγμα του πόνου.Μου λείπει ο baeltimazilfas. Ο σοφός μου φίλος. Και ένα καζάνι με ζωμό χαρούμενων σκέψεων και αστερόσκονης να βουτήξω, μήπως θυμηθώ που άφησα τελευταία φορά τις ελπίδες μου.

Red**


Ονειρεύτηκα τη μάνα μου να μαγειρεύει φαγητό για πολύ κόσμο. Όταν τη ρώτησα το λόγο, αποκρίθηκε πως μέχρι αύριο θα έχει φύγει , πως φροντίζει να μείνουμε όλοι χορτάτοι. Και ύστερα έφυγα κλαίγοντας , βρέθηκα στην αγκαλιά του παππού , με παρηγόρησε , μου είπε να ξυπνήσω ,να μη φοβάμαι και να μη δίνω σημασία σε ονείρατα που έχουν χρώμα. Δεν ξέρω αν φοβήθηκα πιο πολύ το φευγιό της μάνας μου ή την παρουσία του μπάρμπα-Τάσου. Δεν ξέρω αν ήταν κάποιος οιωνός ,ούτε αν ήταν που κρύωνα. Θα’θελα να μπορώ να βιντεοσκοπήσω τα όνειρά μου και να τα δω με την ησυχία μου μετά – καρέ καρέ. Θα’θελα να είναι όλα ασπρόμαυρα και να μπορώ να τα χρωματίσω εγώ. Και τώρα που ετοιμάζομαι πάλι να ονειρευτώ, θα’θελα να ζήσω μέσα σε ένα όνειρο ότι δεν μπορώ να ακουμπήσω , ότι δεν μπορώ να γευτώ , ότι δεν μπορώ να φωνάξω. Να φορέσω μια μάσκα. Μια μάσκα να κρύβει το πρόσωπο. Το πρόσωπο που κρύβει τον πόνο. Τον πόνο που τρώει την καρδιά. Την καρδιά που ποτέ δεν ξέρει.
Μου είπες πως σήμερα με νιώθεις κάπως...Σωστά μετράει το νιωθόμετρό σου. Φοβήθηκα. Είναι αλήθεια. Έμεινα ένα βήμα πίσω , μήπως προπορευτεί το όνειρο. Ήμουν πάντα ατσάλινη. Και τούτη η ανθρώπινη προβιά με στενεύει. Χρειάζομαι τώρα μια άνω τελεία. Για τα όνειρα προσεχώς. Και δυό εισαγωγικά, για τα λόγια που τρέχουν. Χρειάζομαι λίγο ροζ , για το πινέλο μου και μια πρέζα αλάτι για τις πληγές μου. Ένα κομμάτι χαρτί γιατί το ρημάδι το πληκτρολόγιο δεν ματώνει. Χρειάζομαι μια πένα. Να βγάλω τους λεκέδες απ’το παλιό κόκκινο φόρεμα.. Και ένα τραγούδι να βρέξω τα χείλη μου.


top